κακοστομαχιά

κακοστομαχιά
η (Α κακοστομαχία) [κακοστόμαχος]
δυσφορία, διαταραχή τού στομάχου, δυσπεψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοστομαχιά — η δυσπεψία, βάρος στο στομάχι: Τα φαγητά αυτά μου προκάλεσαν κακοστομαχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοστομαχίας — κακοστομαχίᾱς , κακοστομαχία bad state of the stomach fem acc pl κακοστομαχίᾱς , κακοστομαχία bad state of the stomach fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοστομαχιάζω — [κακοστομαχιά] 1. (αμτβ.) πάσχω από δυσπεψία, έχω βάρος στο στομάχι 2. (για το τροφές) (μτβ.) προκαλώ κακοστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • κακοστομαχίαν — κακοστομαχίᾱν , κακοστομαχία bad state of the stomach fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοστομαχώ — (AM κακοστομαχῶ, έω) [κακοστόμαχος] έχω ευαίσθητο στομάχι, υποφέρω από το στομάχι μου, πάσχω από κακοστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • κακοστόμαχος — η, ο (AM κακοστόμαχος, ον) 1. αυτός που έχει ευπαθές στομάχι, αυτός που υποφέρει από στομάχι ή που έχει κακοστομαχιά 2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί κακό στο στομάχι, δύσπεπτος νεοελλ. (για πρόσ.) μτφ. αχώνευτος, ανυπόφορος, αυτός που προξενεί …   Dictionary of Greek

  • οξυρεγμία — η (Α ὀξυρεγμία και ὀξωρεγμία) ξινίλα από το στομάχι που οφείλεται σε ελλιπή πέψη, όξινη ερυγή, ρέψιμο, αναγωγή από το στομάχι αρχ. δυστροπία ή οξυθυμία που προέρχεται από άσχημη ψυχική διάθεση οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, σε κακοστομαχιά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κακοστομαχιάζω — κακοστομάχιασα, πάσχω από κακοστομαχιά: Κακοστομαχιάζει με το τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”